μικροπολιτικός

μικροπολιτικός
η , ό[ν] занимающийся удовлетворением личных нужд или выгод своих избирателей (в целях обеспечения себе популярности); занимающийся мелочными делами, демагогией (о государственном деятеле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μικροπολιτικός" в других словарях:

  • μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολιτικός — ο, η ο επαγγελματίας πολιτικός που ασχολείται με μικροζητήματα των ψηφοφόρων του, που κάνει ρουσφέτια: Ένας μικροπολιτικός δεν παράγει σημαντικό έργο για το καλό του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροπολιτικόν — μικροπολιτικός belonging to a petty state masc acc sg μικροπολιτικός belonging to a petty state neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολιτική — η βλ. μικροπολιτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»